- παιδίσκη
- η (ΑΜ παιδίσκη)1. νεαρή κόρη, κοράσιο, κορίτσι, παιδούλα2. υπηρέτρια («τύπτειν τοὺς παῑδας καὶ τὰς παιδίσκας», ΚΔ)αρχ.1. νεαρή δούλη, σκλάβα («ἐκεῑθεν δὲ παιδίσκην ἀστῆς ἐξαγαγὼν ἁλίσκεται», Λυσ.)2. πόρνη («αἱ δημόσιαι παιδίσκαι», Αθήν)3. φρ. «παιδίσκη νέα» — νεαρή έγγαμη γυναίκα («ἐρχομένη δὲ τῇ θυγατρί, παιδίσκῃ νέᾳ», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + επίθημα -ίσκη (πρβλ. ασπιδ-ίσκη)].
Dictionary of Greek. 2013.